συνειλημμένα

συνειλημμένα
συλλαμβάνω
collect
perf part mp neut nom/voc/acc pl
συνειλημμένᾱ , συλλαμβάνω
collect
perf part mp fem nom/voc/acc dual
συνειλημμένᾱ , συλλαμβάνω
collect
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνειλημμένας — συνειλημμένᾱς , συλλαμβάνω collect perf part mp fem acc pl συνειλημμένᾱς , συλλαμβάνω collect perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκορδυλίζω — Α (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) συγκεκορδυλισμένα (κατά τον Ησύχ.) «συνηθροισμένα, συνειλημμένα, συνεστραμμένα». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κορδύλη + ίζω (πρβλ. συγκορδυλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • συνειλημμέναι — συλλαμβάνω collect perf part mp fem nom/voc pl συνειλημμένᾱͅ , συλλαμβάνω collect perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”